- πρέσβυς
- -εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α1. πρεσβευτής2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για ειρήνη, συμμαχία ή επιμαχία ή εκπροσωπώντας μια πολιτική παράταξη πήγαινε να ζητήσει επικουρίααρχ.1. γέρος, πρεσβύτης2. (με τη σημ. τού πρεσβύτερος) γεροντότερος3. (στη Σπάρτη) ο πρώτος, ο πρόεδρος (α. «πρέσβυς τῶν ἐφόρων» β. «πρέσβυς τῆς φυλῆς»)4. το πτηνό τροχίλος5. (το αρσ. πληθ.) οι πρέσβειςα) οι γέροντεςβ) (ως αξίωμα) άρχοντες, ηγεμόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέσ-βυς αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την πρόθεση πρές «μπροστά» (βλ. λ. προς) και β' συνθετικό τη ρίζα *gwā- «πηγαίνω» (πρβλ. βαίνω) με τη μορφή *gwu- όπως στον αρχ. ινδ. vanar-gu- «αυτός που πηγαίνει στο δάσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. puro-gava- «αρχηγός»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η εναλλαγή τών -β- και -γ- που παρατηρείται μεταξύ τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -γ-, πρβλ. πρεσγευτάνς, πρεσγέα, ενώ ο αμάρτυρος τ. *πρέσγυς μαρτυρείται στον τ. «σπέργυςπρέσβυς», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. πρεγγευτάς έχει προέλθει με αφομοίωση τού -σ- σε -γ- από τον τ. πρεσγευτάς, ενώ η ονομ. πληθ. πρισγε(ι)ες (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. πρεσβῆες τού πρέσβυς) οφείλεται σε ιωτακισμό (πρβλ. υπερθ. πρίγιστος και πρήγιστος). Προβλήματα ωστόσο γεννά η εμφάνιση στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -ει-: πρεῖγυς, πρειγεύω (απ' όπου πρειγευτάς, πρειγεία, πρειγηΐα) και πρείγα. Οι τ. αυτοί κατά την επικρατέστερη άποψη έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες (ανάπτυξη φωνηεντισμού -ι- μετά τη σίγηση τού -σ-) από τους τ. πρέσγυς, πρεσγέα, κ.λπ. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. πρέσβυς με το αρμεν. ērec «πρεσβύτερος, ιερέας» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού θα προϋπέθετε μορφή α' συνθετικό πρεισ-. Η λ. πρέσβυς χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική σπανίως με σημ. «γέρος άνθρωπος» (για την οποία χρησιμοποιείται συνήθως η λ. γέρων) και συχνότερα με σημ. «σημαντική προσωπικότητα, πρεσβευτής, πληρεξούσιος». Στη Σπάρτη επίσης η λ. χρησιμοποιείται ως πολιτικός τίτλος «ο πρώτος, ο πρόεδρος» και γενικά «άρχοντας, ηγεμόνας». Στη λ. πρέσβυς λοιπόν παρατηρείται ένας συμφυρμός τών εννοιών τής αρχαιότητας, τής μεγάλης ηλικίας και τής σπουδαιότητας, τού σεβασμού και τής πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. πρεσβύτερος στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (πρβλ. λατ. presbyter). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πρέσβης σχηματισμένος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].
Dictionary of Greek. 2013.